- ησυχάζω
- και συχάζω (AM ἡσυχάζω)Ι. (αμτβ.)1. βρίσκομαι σε ησυχία, είμαι ήσυχος, ηρεμώ, είμαι σε ηρεμία, αδρανώ2. συνεκδ. αναπαύομαι, ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω («ἡ ἀπορία τοῡ μὴ ἡσυχάζειν» — η έλλειψη αναπαύσεως, Θουκ.)3. συνεκδ. πλαγιάζω, κοιμάμαι4. παύω να ανησυχώ, ανακτώ τη διαταραγμένη ησυχία μου, καθησυχάζω, απαλλάσσομαι από φροντίδα5. απαλλάσσομαι από κάποιον («πότε θα ησυχάσουμε απ' αυτόν»)6. σιωπώ, καταπραΰνομαι, γαληνεύω («τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν», Σολωμ.)ΙΙ. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να ησυχάσει, τού επιβάλλω σιωπή, τόν καταπραΰνω, τόν κατευνάζωνεοελλ.1. (αμτβ.) παύω να κινούμαι, να ενεργώ, να δημιουργώ αταξία και ταραχή («αν δεν ησυχάσεις, θα σε πετάξω έξω»)2. απαλλάσσομαι από τα βάσανα τής ζωής, πεθαίνωνεοελλ.-μσν.εκκλ. (αμτβ.) ζω ως αναχωρητής, μονάζωμσν.(μτβ.) παύω, σταματώ κάτιαρχ.1. (μτβ.) επιβάλλω σιωπή, ησυχία2. (το μέσ. απροσ.) ἡσυχάζεταιυπάρχει ησυχία («ἡσυχάζεται δὲ ἐπί τῆς γῆς», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + κατάλ. -άζω (πρβλ. ερημ-άζω < έρημος)].
Dictionary of Greek. 2013.